-
1 αχαιρέτητος
η, ο [ος, ον ] αχαιρέτιστος, η, ο не удостоенный приветствия, поздравления;ήταν η γιορτή του και τον ελησμονήσαμε αχαιρέτιστο — у него были именины, а мы забыли его поздравить
1 αχαιρέτητος
ήταν η γιορτή του και τον ελησμονήσαμε αχαιρέτιστο — у него были именины, а мы забыли его поздравить